- αιχμαλωτικός
- αἰχμαλωτικός, -ή, -όν (Α) [αἰχμάλωτος]αυτόςπου ανήκει ή αρμόζει σε αιχμάλωτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰχμαλωτικοῖς — αἰχμαλωτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek